- θολόλιθος
- οο θολίτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θολίτης — ο (ενν. λίθος) καθένας από τους σφηνοειδείς λίθους που απαρτίζουν έναν θόλο ή μια αψίδα, αλλ. αψιδόλιθος και θολόλιθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 σε έγγραφα τής Εταιρείας Σιδηροδρόμων στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek